- στίγματα
- στίγμαtattoo-markneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στίγμα — Όρος που προέρχεται από το ρήμα στίζω, που σημαίνει σημαδεύω με μυτερό ή με καυτό εργαλείο την περιουσία μου. Σ. λέγεται το σημάδι που μένει από το κέντημα μυτερού εργαλείου, αλλά και ο λεκές, η βούλα ή η φακίδα ή και το σημάδι που εμφανίζεται… … Dictionary of Greek
γεράκι — Κοινή ονομασία του γένους ιέραξ (falco), ημερόβιων αρπακτικών πτηνών της οικογένειας των ιερακιδών, που ανήκει στην τάξη των ιερακομόρφων. Τα μεγάλα ζωηρά μάτια των γ. βρίσκονται στις πλευρές της κεφαλής, ενώ το ράμφος τους είναι κοντό, ισχυρό… … Dictionary of Greek
εξάρα — η 1. η πλευρά τού κύβου (ζαριού) που έχει έξι στίγματα 2. ένας από τους πεσσούς (πούλια) τού παιχνιδιού ντόμινο που έχει έξι στίγματα σε καθένα από τα δύο χωρίσματα του 3. στον πληθ. εξάρες στα παιχνίδια που παίζονται με κύβους, η περίπτωση που… … Dictionary of Greek
καταστίζω — (Α καταστίζω) 1. διαστίζω, γεμίζω κάτι με στιγμές, με τελείες, κόμματα κ.λπ. ή με στίγματα 2. κάνω κάποιον ή κάτι ποικιλόχρωμο, παρδαλό, με στίγματα σε πολλά σημεία 3. διακοσμώ, διαποικίλλω, γαρνίρω αρχ. 1. καυτηριάζω, στιγματίζω 2. παθ.… … Dictionary of Greek
κρόκος — (Βοτ.). Βολβόρριζη πόα της οικογένειας των ιριδιδών (μονοκοτυλήδονα), η επιστημονική ονομασία της οποίας είναι Crocus sativus. Έχει κονδυλώδη βολβό, από τον οποίο εκφύονται 6 10 στενά, επιμήκη, πράσινα φύλλα, συγχρόνως με τα άνθη. Τα άνθη, 1 2… … Dictionary of Greek
στιγματίζω — ΝΜΑ [στίγμα, ατος] 1. δημιουργώ στίγματα με εγχάραξη ή με έγκαυση, σημαδεύω κάτι με στίγματα 2. μτφ. εγχαράσσω ηθικά στίγματα, κηλιδώνω, λερώνω (α. «στιγμάτισε με τη συμπεριφορά του το όνομα τής οικογένειας» β. «ὁ διὰ τοῡ βίου κηλίδων τὴν ψυχὴν… … Dictionary of Greek
ωτίδα — (otis). Γένος πτηνών της οικογένειας των ωτίδων, που ανήκει στην τάξη των γερανόμορφων. Τα πουλιά αυτά ζουν στις παραμεσόγειες χώρες και σε πολλές περιοχές της Ασίας, της Αυστραλίας και της ανατολικής Αφρικής. Το μήκος του σώματός τους φτάνει περ … Dictionary of Greek
έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… … Dictionary of Greek
γαλιάντρα — Στρουθιόμορφο πτηνό με γκρίζο φτέρωμα και δύο μαύρα στίγματα στις άκρες του στήθους, κάτω από τον λαιμό, με μελωδικό κελάηδημα. Η επιστημονική ονομασία του είναι κορυδαλλός ο κάλαντρος. Κατασκευάζει τη φωλιά του στο έδαφος και τα αβγά του έχουν… … Dictionary of Greek
διαστίζω — (AM διαστίζω) [στίζω] 1. χωρίζω λέξη ή φράση με τα σημεία στίξεως 2. γεμίζω με στίγματα κάτι ή κάποιον, διακοσμώ με στίγματα μσν. στιγματίζω, καυτηριάζω αρχ. μσν. διακρίνω, διαστέλλω, χωρίζω … Dictionary of Greek